- γνωσιμαχία
- η (AM γνωσιμαχία)το ν' αγωνίζεται κανείς εναντίον τής επιστημονικής γνώσεωςαρχ.η μαχητική, αποφασιστική υποστήριξη μιας απόψεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < γνώσις + -μαχία < -μαχος < μάχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνωσιμαχίας — γνωσιμαχίᾱς , γνωσιμαχία obstinate contention fem acc pl γνωσιμαχίᾱς , γνωσιμαχία obstinate contention fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek